Δείτε επίσης: Καλλίπολις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλλίπολη οι Καλλιπόλεις
      γενική της Καλλίπολης* των Καλλιπόλεων
    αιτιατική την Καλλίπολη τις Καλλιπόλεις
     κλητική Καλλίπολη Καλλιπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Καλλιπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλίπολη < αρχαία ελληνική Καλλίπολις. Συγχρονικά αναλύεται σε καλλί- + -πολη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈli.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλ‐λί‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλίπολη θηλυκό

  1. αρχαία και σύγχρονη πόλη της Τουρκίας
  2. χερσόνησος της Τουρκίας στην Ανατολική Θράκη
  3. ονομασία αρχαίων πόλεων σε Ισπανία, Ιταλία και Συρία
  4. συνοικία του Πειραιά
    ※  Μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα / τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές / δεν ξέρω πως με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα / με τα παιχνίδια της και τις τόσες μαριολιές (Καλλιπολίτισσα ναζιάρα, μουσική-στίχοι-εκτέλεση: Δημήτρης Γκόγκος, 1938)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία