Καλλιπολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.li.poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐λι‐πο‐λί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Καλλιπολίτης < Καλλίπολ(η) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλλιπολίτης αρσενικό (θηλυκό Καλλιπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Καλλίπολη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Καλλίπολη
- Καλλιπολίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καλλιπολίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καλλιπολίτης | οι | Καλλιπολίτηδες |
γενική | του | Καλλιπολίτη* | των | Καλλιπολίτηδων |
αιτιατική | τον | Καλλιπολίτη | τους | Καλλιπολίτηδες |
κλητική | Καλλιπολίτη | Καλλιπολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καλλιπολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καλλιπολίτης < πατριδωνυμικό Καλλιπολίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλλιπολίτης αρσενικό (θηλυκό Καλλιπολίτη ή Καλλιπολίτου)