Κίτρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κίτρος | οι | Κίτροι |
γενική | της | Κίτρου | των | Κίτρων |
αιτιατική | την | Κίτρο | τις | Κίτρους |
κλητική | Κίτρε | Κίτροι | ||
συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κίτρος (ταξινομικός όρος) < λόγιο δάνειο από τη νεολατινική Citrus < λατινική citrus < πιθανής ετρουσκική ς αρχής [1] → δείτε και τη λέξη κίτρο
- Κίτρος (επώνυμο) < πιθανόν, κίτρ(ο) + -ος, ή ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.tɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κί‐τρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚίτρος θηλυκό
- ταξινομικός όρος - γένος: εσπεριδοειδών δέντρων όπως η λεμονιά, η πορτοκαλιά, η μανταρινιά και άλλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κίτρος στη Βικιπαίδεια
- Citrus στο species.wikimedia.org
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚίτρος αρσενικό (θηλυκό Κίτρου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «κίτρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κίτρος < κίτρον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚίτρος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press