Επίδαυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Επίδαυρος | ||
γενική | της | Επιδαύρου | ||
αιτιατική | την | Επίδαυρο | ||
κλητική | Επίδαυρε | |||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Επίδαυρος < αρχαία ελληνική Ἐπίδαυρος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.ða.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐πί‐δαυ‐ρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕπίδαυρος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία πόλη στην Αργολίδα, σύγχρονος αρχαιολογικός τόπος με γνωστό θέατρο
- ※ Λίγα μέτρα από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, που αυτή την εποχή κάθε καλοκαίρι σφύζει από κίνηση -θιάσους και θεατές που πηγαινοέρχονται, τουρίστες που καταφθάνουν με πούλμαν για να θαυμάσουν την τεράστια, πέτρινη αχιβάδα-, το ιερό του Ασκληπιού αποτελεί την «άλλη» πολιτιστική διαδρομή.
- Μαρία Θερμού, Η άγνωστη Επίδαυρος αποκαλύπτεται, Το Βήμα, 31 Ιουλίου 2011
- ※ Λίγα μέτρα από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, που αυτή την εποχή κάθε καλοκαίρι σφύζει από κίνηση -θιάσους και θεατές που πηγαινοέρχονται, τουρίστες που καταφθάνουν με πούλμαν για να θαυμάσουν την τεράστια, πέτρινη αχιβάδα-, το ιερό του Ασκληπιού αποτελεί την «άλλη» πολιτιστική διαδρομή.
- Παλαιά Επίδαυρος: οικισμός της Αργολίδας, κοντά στην αρχαία πόλη
- Επίδαυρος Λιμηρά: αρχαία πόλη στη Λακωνία
- ονομασία αρχαιών πόλεων σε Αδριατική και Δαλματία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Επίδαυρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)