δυστυχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυστυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυστυχία[1] < δυστυχής < δυσ- + τύχη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.stiˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐στυ‐χί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυστυχία θηλυκό
- κατάσταση δυσφορίας, στην οποία δεν επιτυχγάνονται οι ανάγκες και οι στόχοι ενός ατόμου
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυστυχία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δυστυχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας