Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διομήδης οι Διομήδηδες
      γενική του Διομήδη των Διομήδηδων
    αιτιατική τον Διομήδη τους Διομήδηδες
     κλητική Διομήδη Διομήδηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διομήδης < αρχαία ελληνική Διομήδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.oˈmi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δι‐ο‐μή‐δης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διομήδης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Διομηδεσ-
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Διομήδης οἱ Διομῆδαι1
      γενική τοῦ Διομήδεος
Διομήδους
τῶν Διομηδῶν
      δοτική τῷ Διομήδει
Διομήδεϊ
τοῖς Διομήδαις
    αιτιατική τὸν Διομήδεα (ποιητικό)
Διομήδην1
& Διομήδη
τοὺς Διομήδᾱς
     κλητική ! Διόμηδες Διομῆδαι
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διομήδης < (Ζεύς) διο- + -μήδης (< μῆδος + -ης < μήδομαι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διομήδης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) όνομα βασιλιάδων (του Άργους, της Θράκης

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία