↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρετώδης η πυρετώδης το πυρετώδες
      γενική του πυρετώδους της πυρετώδους του πυρετώδους
    αιτιατική τον πυρετώδη την πυρετώδη το πυρετώδες
     κλητική πυρετώδη(ς) πυρετώδης πυρετώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρετώδεις οι πυρετώδεις τα πυρετώδη
      γενική των πυρετωδών των πυρετωδών των πυρετωδών
    αιτιατική τους πυρετώδεις τις πυρετώδεις τα πυρετώδη
     κλητική πυρετώδεις πυρετώδεις πυρετώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρετώδης < αρχαία ελληνική πυρετώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ɾeˈto.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /pi.ɾeˈto.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρετώδης

  1. (ιατρική) που σχετίζεται με τον πυρετό ή που προκαλεί πυρετό
     συνώνυμα: πυρετικός
  2. που βρίσκεται σε κατάσταση πυρετού
  3. που μοιάζει με φλεγμονή ή προακαλείται από φλεγμονή
     συνώνυμα: φλεγμονώδης
  4. (μεταφορικά) που πραγματοποιείται με πολύ ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα ή που εκφράζεται με μεγάλη ένταση
     συνώνυμα: ζωηρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

πυρετώδης < πυρετός + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρετώδης

  1. πυρετώδης