Βούτομο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βούτομο | τα | Βούτομα |
γενική | του | Βούτομου | των | Βούτομων |
αιτιατική | το | Βούτομο | τα | Βούτομα |
κλητική | Βούτομο | Βούτομα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βούτομο < (καθαρεύουσα) Βούτομον < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Butomus < ελληνιστική κοινή βούτομον / βούτομος < βοῦς + -τομος (τέμνω)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βούτομο ουδέτερο
- ταξινομικός όρος - γένος: υδρόβιο / υδροχαρές γένος φυτών της οικογένειας Βουτομίδες (αρσενικό) / Butomaceae
Υπώνυμα επεξεργασία
είδη, όπως
Συγγενικά επεξεργασία
- βούτομα
- βούτομο
- οικογένεια, Βουτομίδες ('καθαρεύουσα: Βουτομίδαι, αρσενικό) / Βουτομώδη / Βουτομοειδή [1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Butomus στο species.wikimedia.org
- Butomus στην αγγλική Βικιπαίδεια
- αρχαία ελληνικά : βούτομον, βούτομος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .