Δείτε επίσης: βούτομον, βούτομος, βούτομα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βούτομο τα Βούτομα
      γενική του Βούτομου των Βούτομων
    αιτιατική το Βούτομο τα Βούτομα
     κλητική Βούτομο Βούτομα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βούτομο < (καθαρεύουσα) Βούτομον < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Butomus < ελληνιστική κοινή βούτομον / βούτομος < βοῦς + -τομος (τέμνω)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βούτομο ουδέτερο

είδη, όπως

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Butomus στο species.wikimedia.org  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .