βούτομον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βούτομον | τὰ | βούτομᾰ |
γενική | τοῦ | βουτόμου | τῶν | βουτόμων |
δοτική | τῷ | βουτόμῳ | τοῖς | βουτόμοις |
αιτιατική | τὸ | βούτομον | τὰ | βούτομᾰ |
κλητική ὦ! | βούτομον | βούτομᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουτόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουτόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβούτομον ουδέτερο
- (φυτό) βούτομο
- ※ Ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον. (Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 662)