Ετικέτες χαρακτηρισμού λέξεων και όρων ή του τρόπου χρήσης τους στο κάθε ύφος λόγου.


Όλες οι διαθέσιμες ετικέτες στο Module:labels/data


Εντάσσουν σε σχετικές Κατηγορίες.
Τοποθετούνται

  • πριν τον ορισμό της λέξης για να μας υποδείξουν ότι η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια που ακολουθεί
  • σε καταλόγους λέξεων (όπως συνώνυμα, συγγενικά) μετά από μια λέξη, ως ένδειξη του τρόπου χρήσης της

 

Η ποικιλία των χαρακτηρισμών και οι κατηγορίες στην Κατηγορία:Υφολογικές κατηγορίες, δημιουργούνται
με το Πρότυπο:ετ (ετικέτα, label)

μόνο μία ετικέτα: {{ετ|<ύφος>|<κωδικός γλώσσας>}}

με το Πρότυπο:ετικ (ετικέτες - πολυθεσικό πρότυπο, χρειάζεται το γλ=)

πολλές ετικέτες: {{ετικ|<ύφος>|<ύφος>|<ή θέμα>|...|γλ=<κωδικός γλώσσας>}}
  • Οι ετικέτες θεματικών όρων και οι Κατηγορίες τους
    δημιουργούνται από το Module:labels/data (style=true).
  • Οι Κατηγορίες ενεργοποιούνται με το {{auto cat}} από το Module:auto cat/data/style

Υπάρχουν και μερικές ετικέτες με αυτόνομα δικά τους πρότυπα που δεν εντάσσουν σε Κατηγορίες. Είναι ετικέτες απλής αναγραφής (π.χ. {{κυριολ}})


Διαθέσιμα:

Σπάνιες υφολογικές ετικέτες:

με το Πρότυπο:ετ
ή το πολυθεσικό Πρότυπο:ετικ
ή απλά πρότυπα αναγραφής
εντάσσει σε Κατηγορία Englsh translation of labels (Cat@en.wikt)
* {{ετ|αγγλ}} {{ετ|αγγλισμός}} Κατηγορία:Αγγλισμοί anglism (en)
* {{ετ|αμερ}} (αμερικανικό) για τα αγγλικά Κατηγορία:Αμερικανικοί όροι (αγγλικά) American terms
* {{ετ|αμερ σημ}} (αμερικανικό) για τα αγγλικά Κατηγορία:Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά) American senses for English terms
* {{αμερικανικά}} (αμερικανικά αγγλικά)   American English
* {{ετ|ανεπίσ}} ανεπίσημο Κατηγορία:Ανεπίσημοι όροι informal (en)
* {{ετ|απαρχ}} {{ετ|απαρχαιωμένο}} Κατηγορία:Απαρχαιωμένοι όροι
δείτε και Παρωχημένοι
obsolete (en) also cf. dated.
* {{ετ|αργκό}} Κατηγορία:Αργκό slang (en), argot (en)
* {{απλοπ}} (απλοποιημένη γραφή) και του   simplified script
* {{ετ|αρχαϊκό}}   archaic (en) but for greek = preclassical period
* {{ετ|αρχαιοπρ}} αρχαιοπρεπές Κατηγορία:Αρχαιοπρεπείς όροι archaical (en), in the ancient fashion
* {{Αυστραλ}} / {{Αυστραλία}} για τα αγγλικά   Australia
* {{Βραζιλία}} για τα πορτογαλικά   Brazil
* {{ετ|βρετ}} (βρετανικό) για τα αγγλικά Κατηγορία:Βρετανικοί όροι (αγγλικά) British terms
* {{ετ|βρετ σημ}} (βρετανικό) για τα αγγλικά Κατηγορία:Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά) British senses for English terms
* {{Γαλλία}} για τα γαλλικά   France
* {{γενικ}} / {{ετ|γενικ}}   generalmore generally
* {{ετ|γλωσσοδ}} γλωσσοδέτης Κατηγορία:Γλωσσοδέτες tongue-twister (en)
* {{γρ}} / {{γραφή του}} +παράμετροι   spelling of (+parameters form of, polytonic of, contracted form of...)
* {{δημοτ}} / {{δημοτική}} Κατηγορία:Δημοτική (νέα ελληνικά) demotic (en)
* {{ειδικ}} / {{ετ|ειδικ}} |ειδικότερα   specificmore specifically
* {{ετ|ειρων}} {{ετ|ειρωνικό}} Κατηγορία:Ειρωνικοί όροι ironic (en)
* {{ετ|ειρων σημ}} Κατηγορία:Ειρωνικές σημασίες όρων ironic senses of terms
* {{ετ|εκφραστικό}} Κατηγορία:Εκφραστικοί όροι expressive (en)
* {{Ελβετία}} για τα γαλλικά   Switzerland
* {{Ελβετία-Λίχτ}} (Λίχτενσταϊν) για τα γερμανικά   Switzerland/Lichtenstein
* {{ετ|εμφατικό}} Κατηγορία:Εμφατικοί όροι for emphasis, emphatic (en)
* [{{ετ|επίσ}} {{ετ|επίσημο}} Κατηγορία:Επίσημοι όροι formal (en)
* {{ετ|επιτατικό|<επίθετο/μετοχή>}} Κατηγορία:Επιτατικοί όροι intensifiers / intensifying
* {{ετ|επωνυμία}} Κατηγορία:Επωνυμίες company names
* {{ετ|ευφ}} {{ετ|ευφημισμός}} Κατηγορία:Ευφημισμοί euphemism (en)
* {{ετ|εφετικό}}
{{ετ|εφετικό ρήμα}}
Κατηγορία:Εφετικοί όροι showing desire
* {{ΗΒ}} / {{UK}} για τα αγγλικά   UK
* {{ΗΠΑ}} / {{USA}} για τα αγγλικά   USA
* {{ετ|θωπευτικό}} {{ετ|θωπ}} Κατηγορία:Θωπευτικοί όροι endearing (en)
* {{ετ|ιδιωματικό}} Κατηγορία:Ιδιωματικοί όροι
από διαλέκτους & ιδιώματα
regional (en) (dialectal, idiomatic [or a region]. Compare to idiom.
* {{ετ|ιδιωματ σημ}} Κατηγορία:Ιδιωματικές σημασίες όρων
από διαλέκτους & ιδιώματα
dialectal senses of terms
* {{ετ|ιδιωματισμός}} Κατηγορία:Ιδιωματισμοί
εκφράσεις ειδικής σημασίας
idiom (en), set phrases
* {{καθ αρχ|<ουσ/επίθετο/...>}} (καθαρεύουσα) Κατηγορία:Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά Katharevousa (en) +parameters
* {{καθαρ}} (καθαρεύουσα)   Katharevousa, no parameters
* {{ετ|καθομ}} {{ετ|καθομιλουμένη}}   Standard language of the majority of speakers
* {{ετ|κακόσ}} {{ετ|κακόσημο}} Κατηγορία:Κακόσημοι όροι badof bad/negative sense, disapproving (en)
* {{ετ|κακόσημη σημ}} Κατηγορία:Κακόσημες σημασίες όρων bad bad/negative/disapproving (en) sense of otherwise standard terms
* {{Καναδάς}} για τα γαλλικά   Canada
* {{ετ|καταχρ}} {{ετ|καταχρηστικά}}   spuriously (en)
* {{κτεπε}} / {{κατ' επέκταση}}   extensionby extension (en), consequently
* {{κυριολ}} / {{ετ|κυριολ}} |κυριολεκτικά   literally (en)
* {{ετ|λαϊκό}} Κατηγορία:Λαϊκοί όροι ?vernacular (en), low register
* {{ετ|λαϊκ}} λαϊκότροπο Κατηγορία:Λαϊκότροποι όροι folksy (en) peopleas of the people, not formal
* {{ετ|λόγιο}}
{{ετ|λόγ-κλ-ουσ}}
{{ετ|λόγ-κλ-κυρ}}
{{ετ|λόγ-κλ-επίθ}}
{{ετ|λόγ-κλ-ρημ}}
Κατηγορία:Λόγιοι όροι
Λόγιοι κλιτικοί τύποι ουσιαστικών
Λόγιοι κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων
Λόγιοι κλιτικοί τύποι επιθέτων
Λόγιοι ρηματικοί τύποι
learned (en)
learned inflectional forms of nouns
learned inflectional forms of proper nouns
learned inflectional forms of adjectives
learned conjugation forms
* {{ετ|λογοτ}} {{ετ|λογοτεχνικό}} (OXI λογοτεχνία) Κατηγορία:Λογοτεχνικό ύφος literary (en), in literature
* {{ετ|μειωτ}} {{ετ|μειωτικό}} Κατηγορία:Μειωτικοί όροι pejorative (en), derogatory (en)
* {{ετ|μειωτ σημ}} Κατηγορία:Μειωτικές σημασίες όρων derogatory senses of terms
* {{ετ|μτφρ}} {{ετ|μεταφορικά}} Κατηγορία:Μεταφορικοί όροι figuratively (en)
* {{ετ|μετων}} {{ετ|μετωνυμία}} Κατηγορία:Μετωνυμίες metonymy (en) e.g. White House
* {{ετ|νεολ}} {{ετ|νεολογισμός}} {{νεολ}} Κατηγορία:Νεολογισμοί neologism (en)
* {{ετ|οικείο}} Κατηγορία:Οικείοι όροι familiar (en)/friendly
* {{ετ|οικεία σημ}} Κατηγορία:Οικείες σημασίες όρων familiar (en)/friendly senses of terms
* {{Ορθογραφία Ελβετίας και Λίχτενσταϊν}} για τα γερμανικά   Switzerlandspelling of Switz.&Lichtenst.
* {{παιδιά}} Κατηγορία:Παιδική γλώσσα children's language
* {{ετ|παρομοίωση}} Κατηγορία:Παρομοιώσεις simile (en)
* {{ετ|παρωνύμιο}} Κατηγορία:Παρωνύμια nickname (en)
* {{ετ|παρωχ}}
{{ετ|παρωχ σημ}}
Κατηγορία:Παρωχημένοι όροι
Κατηγορία:Παρωχημένες σημασίες όρων
dated (en)
dated senses
* {{ετ|περιληπτικό}} Κατηγορία:Περιληπτικοί όροι collective (en) (of nouns)
* {{Πορτογαλία}} για τα πορτογαλικά   Portugal
* [{{ετ|προεξαγγελτικό}} Κατηγορία:Προεξαγγελτικά ? λείπει η μετάφραση
* {{ετ|προσωνυμία}} Κατηγορία:Προσωνυμίες epithet (en)
* {{ετ|προφ}} {{ετ|προφορικό}} Κατηγορία:Προφορικοί όροι colloquial (en)
* {{ετ|σκωπτ}} {{ετ|σκωπτικό}} Κατηγορία:Σκωπτικοί όροι humorous (en)
* {{ετ|σκωπτ σημ}} Κατηγορία:Σκωπτικές σημασίες όρων humorous (en) senses of terms
* {{ετ|σπάνιο}}
{{ετ|σπάν-κλ-ουσ}}
{{ετ|σπάν-κλ-κυρ}}
{{ετ|σπάν-κλ-επίθ}}
{{ετ|σπάν-κλ-ρημ}}
Κατηγορία:Σπάνιοι όροι
Σπάνιοι κλιτικοί τύποι ουσιαστικών
Σπάνιοι κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων
Σπάνιοι κλιτικοί τύποι επιθέτων
Σπάνιοι ρηματικοί τύποι
rare (en), uncommon
rare inflectional forms of nouns
rare inflectional forms of proper nouns
rare inflectional forms of adjectives
rare conjugation forms
* {{ετ|σπάν σημ}} Κατηγορία:Σπάνιες σημασίες όρων Rare senses of terms
* {{ετ|σνκδ}} {{ετ|συνεκδοχικά}} {{σνκδ}}   synecdochically (en)
* {{ετ|υβρ}} {{ετ|υβριστικό}} Κατηγορία:Υβριστικοί όροι offensive (en), insulting (en), abusive (en)
* {{ετ|υποκορ}} Κατηγορία:Υποκοριστικοί όροι diminutive (en) terms
* {{ετ|χαϊδ}} {{ετ|χαϊδευτικό}} Κατηγορία:Χαϊδευτικοί όροι
κυρίως για ονόματα
βλ. και #θωπευτικό
hypocoristic (en)
* {{ετ|χλευ}} {{ετ|χλευαστικό}} Κατηγορία:Χλευαστικοί όροι mocking (en), derisory (en)
* {{ετ|χυδ}} {{ετ|χυδαίο}} Κατηγορία:Χυδαιολογίες vulgar (en), obscene (en)
* {{ετ|χωρίς νόημα}} Κατηγορία:Λέξεις χωρίς νόημα nonsense (en) words