Βοήθεια:Πρότυπα ύφους
Κατηγορία:Πρότυπα ύφους
δείτε και τη |
Ετικέτες χαρακτηρισμού λέξεων και όρων ή του τρόπου χρήσης τους στο κάθε ύφος λόγου.
Όλες οι διαθέσιμες ετικέτες στο Module:labels/data
Εντάσσουν σε σχετικές Κατηγορίες.
Τοποθετούνται
- πριν τον ορισμό της λέξης για να μας υποδείξουν ότι η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια που ακολουθεί
- σε καταλόγους λέξεων (όπως συνώνυμα, συγγενικά) μετά από μια λέξη, ως ένδειξη του τρόπου χρήσης της
Η ποικιλία των χαρακτηρισμών και οι κατηγορίες στην Κατηγορία:Υφολογικές κατηγορίες, δημιουργούνται
με το Πρότυπο:ετ (ετικέτα, label)
- μόνο μία ετικέτα:
{{ετ|<ύφος>|<κωδικός γλώσσας>}}
- μόνο μία ετικέτα:
με το Πρότυπο:ετικ (ετικέτες - πολυθεσικό πρότυπο, χρειάζεται το γλ=)
- πολλές ετικέτες:
{{ετικ|<ύφος>|<ύφος>|<ή θέμα>|...|γλ=<κωδικός γλώσσας>}}
- πολλές ετικέτες:
- Οι ετικέτες θεματικών όρων και οι Κατηγορίες τους
- δημιουργούνται από το Module:labels/data (style=true).
- Οι Κατηγορίες ενεργοποιούνται με το
{{auto cat}}
από το Module:auto cat/data/style
Υπάρχουν και μερικές ετικέτες με αυτόνομα δικά τους πρότυπα που δεν εντάσσουν σε Κατηγορίες. Είναι ετικέτες απλής αναγραφής (π.χ. {{κυριολ}}
)
Για ετικέτες ποικιλιών γλωσσών (διαλέκτους και ιδιώματα) δείτε Βοήθεια:Πρότυπα ποικιλιών γλωσσών
Διαθέσιμα:
Σπάνιες υφολογικές ετικέτες:
- συναισθηματικό: συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
- ⮡ όπως στο λήμμα του ΛΚΝ φουκαρατίζκος
με το Πρότυπο:ετ ή το πολυθεσικό Πρότυπο:ετικ ή απλά πρότυπα αναγραφής | εντάσσει σε Κατηγορία | Englsh translation of labels (Cat@en.wikt) |
---|---|---|
* {{ετ|αγγλ}} {{ετ|αγγλισμός}} | Κατηγορία:Αγγλισμοί | anglism (en) |
* {{ετ|ανεπίσ}} ανεπίσημο | Κατηγορία:Ανεπίσημοι όροι | informal (en) |
* {{ετ|απαρχ}} {{ετ|απαρχαιωμένο}} | Κατηγορία:Απαρχαιωμένοι όροι δείτε και Παρωχημένοι | obsolete (en) also cf. dated. |
* {{ετ|αργκό}} | Κατηγορία:Αργκό | slang (en), argot (en) |
* {{απλοπ}} (απλοποιημένη γραφή) και του | simplified script | |
* {{ετ|αρχαϊκό}} | archaic (en) but for greek = preclassical period | |
* {{ετ|αρχαιοπρ}} αρχαιοπρεπές | Κατηγορία:Αρχαιοπρεπείς όροι | archaical (en), in the ancient fashion |
* {{γενικ}} / {{ετ|γενικ}} | more generally | |
* {{ετ|γλωσσοδ}} γλωσσοδέτης | Κατηγορία:Γλωσσοδέτες | tongue-twister (en) |
* {{γρ}} / {{γραφή του}} +παράμετροι | spelling of (+parameters form of, polytonic of, contracted form of...) | |
ειδικότερα | more specifically | |
* {{ετ|ειρων}} {{ετ|ειρωνικό}} | Κατηγορία:Ειρωνικοί όροι | ironic (en) |
* {{ετ|ειρων σημ}} | Κατηγορία:Ειρωνικές σημασίες όρων | ironic senses of terms |
* {{ετ|εκφραστικό}} | Κατηγορία:Εκφραστικοί όροι | expressive (en) |
* {{ετ|εμφατικό}} | Κατηγορία:Εμφατικοί όροι | for emphasis, emphatic (en) |
* [{{ετ|επίσ}} {{ετ|επίσημο}} | Κατηγορία:Επίσημοι όροι | formal (en) |
* {{ετ|επιτατικό|<επίθετο/μετοχή>}} | Κατηγορία:Επιτατικοί όροι | intensifiers / intensifying |
* {{ετ|επωνυμία}} | Κατηγορία:Επωνυμίες | company names |
* {{ετ|ευφ}} {{ετ|ευφημισμός}} | Κατηγορία:Ευφημισμοί | euphemism (en) |
* {{ετ|εφετικό}} {{ετ|εφετικό ρήμα}} | Κατηγορία:Εφετικοί όροι | showing desire |
* {{ετ|θωπευτικό}} {{ετ|θωπ}} | Κατηγορία:Θωπευτικοί όροι | endearing (en) |
* {{ετ|ιδιωματικό}} | Κατηγορία:Ιδιωματικοί όροι από διαλέκτους & ιδιώματα | regional (en) (dialectal, idiomatic [or a region]. Compare to idiom. |
* {{ετ|ιδιωματ σημ}} | Κατηγορία:Ιδιωματικές σημασίες όρων από διαλέκτους & ιδιώματα | dialectal senses of terms |
* {{ετ|ιδιωματισμός}} | Κατηγορία:Ιδιωματισμοί εκφράσεις ειδικής σημασίας | idiom (en), set phrases |
* {{καθ αρχ|<ουσ/επίθετο/...>}} (καθαρεύουσα) | Κατηγορία:Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά | Katharevousa (en) +parameters |
* {{ετ|καθομ}} {{ετ|καθομιλουμένη}} | Standard language of the majority of speakers | |
* {{ετ|κακόσ}} {{ετ|κακόσημο}} | Κατηγορία:Κακόσημοι όροι | disapproving (en) | of bad/negative sense,
* {{ετ|κακόσημη σημ}} | Κατηγορία:Κακόσημες σημασίες όρων | disapproving (en) sense of otherwise standard terms | bad/negative/
* {{ετ|καταχρ}} {{ετ|καταχρηστικά}} | spuriously (en) | |
* {{κτεπε}} / {{κατ' επέκταση}} | by extension (en), consequently | |
κυριολεκτικά | literally (en) | |
* {{ετ|λαϊκό}} | Κατηγορία:Λαϊκοί όροι | ?vernacular (en), low register |
* {{ετ|λαϊκ}} λαϊκότροπο | Κατηγορία:Λαϊκότροποι όροι | folksy (en) as of the people, not formal |
* {{ετ|λόγιο}}
|
Κατηγορία:Λόγιοι όροι Λόγιοι κλιτικοί τύποι ουσιαστικών Λόγιοι κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων Λόγιοι κλιτικοί τύποι επιθέτων Λόγιοι ρηματικοί τύποι |
learned (en) learned inflectional forms of nouns learned inflectional forms of proper nouns learned inflectional forms of adjectives learned conjugation forms |
* {{ετ|λογοτ}} {{ετ|λογοτεχνικό}} (OXI λογοτεχνία) | Κατηγορία:Λογοτεχνικό ύφος | literary (en), in literature |
* {{ετ|μειωτ}} {{ετ|μειωτικό}} | Κατηγορία:Μειωτικοί όροι | pejorative (en), derogatory (en) |
* {{ετ|μειωτ σημ}} | Κατηγορία:Μειωτικές σημασίες όρων | derogatory senses of terms |
* {{ετ|μτφρ}} {{ετ|μεταφορικά}} | Κατηγορία:Μεταφορικοί όροι | figuratively (en) |
* {{ετ|μετων}} {{ετ|μετωνυμία}} | Κατηγορία:Μετωνυμίες | metonymy (en) e.g. White House |
* {{ετ|νεολ}} {{ετ|νεολογισμός}} {{νεολ}} | Κατηγορία:Νεολογισμοί | neologism (en) |
* {{ετ|οικείο}} | Κατηγορία:Οικείοι όροι | familiar (en)/friendly |
* {{ετ|οικεία σημ}} | Κατηγορία:Οικείες σημασίες όρων | familiar (en)/friendly senses of terms |
* {{παιδιά}} | Κατηγορία:Παιδική γλώσσα | children's language |
* {{ετ|παρομοίωση}} | Κατηγορία:Παρομοιώσεις | simile (en) |
* {{ετ|παρωνύμιο}} | Κατηγορία:Παρωνύμια | nickname (en) |
* {{ετ|παρωχ}} {{ετ|παρωχ σημ}} | Κατηγορία:Παρωχημένοι όροι Κατηγορία:Παρωχημένες σημασίες όρων | dated (en) dated senses |
* {{ετ|περιληπτικό}} | Κατηγορία:Περιληπτικοί όροι | collective (en) (of nouns) |
* [{{ετ|προεξαγγελτικό}} | Κατηγορία:Προεξαγγελτικά | ? → λείπει η μετάφραση |
* {{ετ|προσωνυμία}} | Κατηγορία:Προσωνυμίες | epithet (en) |
* {{ετ|προφ}} {{ετ|προφορικό}} | Κατηγορία:Προφορικοί όροι | colloquial (en) |
* {{ετ|σκωπτ}} {{ετ|σκωπτικό}} | Κατηγορία:Σκωπτικοί όροι | humorous (en) |
* {{ετ|σκωπτ σημ}} | Κατηγορία:Σκωπτικές σημασίες όρων | humorous (en) senses of terms |
* {{ετ|σπάνιο}}
|
Κατηγορία:Σπάνιοι όροι Σπάνιοι κλιτικοί τύποι ουσιαστικών Σπάνιοι κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων Σπάνιοι κλιτικοί τύποι επιθέτων Σπάνιοι ρηματικοί τύποι |
rare (en), uncommon rare inflectional forms of nouns rare inflectional forms of proper nouns rare inflectional forms of adjectives rare conjugation forms |
* {{ετ|σπάν σημ}} | Κατηγορία:Σπάνιες σημασίες όρων | Rare senses of terms |
* {{ετ|σνκδ}} {{ετ|συνεκδοχικά}} {{σνκδ}} | synecdochically (en) | |
* {{ετ|υβρ}} {{ετ|υβριστικό}} | Κατηγορία:Υβριστικοί όροι | offensive (en), insulting (en), abusive (en) |
* {{ετ|υποκορ}} | Κατηγορία:Υποκοριστικοί όροι | diminutive (en) terms |
* {{ετ|χαϊδ}} {{ετ|χαϊδευτικό}} | Κατηγορία:Χαϊδευτικοί όροι κυρίως για ονόματα βλ. και #θωπευτικό | hypocoristic (en) |
* {{ετ|χλευ}} {{ετ|χλευαστικό}} | Κατηγορία:Χλευαστικοί όροι | mocking (en), derisory (en) |
* {{ετ|χυδ}} {{ετ|χυδαίο}} | Κατηγορία:Χυδαιολογίες | vulgar (en), obscene (en) |
* {{ετ|χωρίς νόημα}} | Κατηγορία:Λέξεις χωρίς νόημα | nonsense (en) words |