Ετυμολογία

επεξεργασία
literally < literal + -ly

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɪtəɹəli/ & /ˈlɪtɹəli/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈlɪtəɹəli/ (ΗΠΑ)
 

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός literally
συγκριτικός more literally
υπερθετικός most literally

literally (en)

  1. κυριολεκτικά
  2. κατά γράμμα

Αντώνυμα

επεξεργασία