Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nickname nicknames

nickname (en)

  • το παρατσούκλι, το παρανόμι
    The politician Evert had the nickname the bulldozer.
    Ο πολιτικός Έβερτ είχε το παρατσούκλι ο μπουλντόζας.
    In the villages, it’s common to be given a nickname.
    Στα χωριά συνηθίζεται να δίνονται παρανόμια.

Συνώνυμα επεξεργασία

  • slur (μειωτικό-κακόβουλο)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας nickname
γ΄ ενικό ενεστώτα nicknames
αόριστος nicknamed
παθητική μετοχή nicknamed
ενεργητική μετοχή nicknaming

nickname (en)

  • επονομάζω, βγάζω, δίνω παρατσούκλι σε κάποιον ή κάτι
    King Richard I, who was nicknamed the Lionheart - ο βασιλιάς Ριχάρδου ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος
    The class nicknamed her Mrs. Doremi.
    Η τάξη την έβγαλε κυρία Ντορεμί.

  Πηγές επεξεργασία