Δείτε επίσης: ἐπονομάζω, επονοματίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επονομάζω < αρχαία ελληνική ἐπονομάζω < ὀνομάζω < ὄνομα

  Ρήμα επεξεργασία

επονομάζω (παθητική φωνή: επονομάζομαι)

  • ονοματίζω κάποιον (ή κάτι) μ’ ένα νέο, επιπλέον, όνομα, εξαιτίας κάποιας αφορμής ή γεγονότος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία