Βακτριανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βακτριανή | ||
γενική | της | Βακτριανής | ||
αιτιατική | τη | Βακτριανή | ||
κλητική | Βακτριανή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βακτριανή < ελληνιστική κοινή Βακτριανή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vak.tɾi.aˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βακ‐τρι‐α‐νή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒακτριανή θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία περιοχή της Ασίας μεταξύ Αφγανιστάν και Τουρκμενιστάν, την οποία κατέλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος, με πρωτεύουσα τη Βάκτρα
- ※ Με τες εκτεταμένες επικράτειες, / με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών. / Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς. / Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
- Κωνσταντίνος Καβάφης, Στα 200 π.Χ.
- ※ Με τες εκτεταμένες επικράτειες, / με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών. / Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς. / Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Βακτριανή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βακτριανή
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Βακτριανή | ||||||
γενική | τῆς | Βακτριανῆς | ||||||
δοτική | τῇ | Βακτριανῇ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Βακτριανήν | ||||||
κλητική ὦ! | Βακτριανή | |||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βακτριανή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Βακτριανός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒακτριανή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) περιοχή της Ασίας, η Βακτριανή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βάκτρα
Πηγές
επεξεργασία- Βακτριανή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.