Δείτε επίσης: βακτριανή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βακτριανή
      γενική της Βακτριανής
    αιτιατική τη Βακτριανή
     κλητική Βακτριανή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βακτριανή < ελληνιστική κοινή Βακτριανή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vak.tɾi.aˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βακ‐τρι‐α‐νή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βακτριανή θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βακτριανή
      γενική τῆς Βακτριανῆς
      δοτική τῇ Βακτριαν
    αιτιατική τὴν Βακτριανήν
     κλητική ! Βακτριανή
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βακτριανή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Βακτριανός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βακτριανή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία