Δείτε επίσης: Βακτριανή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βακτριανή οι βακτριανές
      γενική της βακτριανής των βακτριανών
    αιτιατική τη βακτριανή τις βακτριανές
     κλητική βακτριανή βακτριανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βακτριανή καμήλα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βακτριανή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)