Δείτε επίσης: Βακτριανή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βακτριανή οι βακτριανές
      γενική της βακτριανής των βακτριανών
    αιτιατική τη βακτριανή τις βακτριανές
     κλητική βακτριανή βακτριανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βακτριανή καμήλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βακτριανή < αγγλική Bactrian < ελληνιστική κοινή Βακτριανή[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vak.tɾi.aˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βακ‐τρι‐α‐νή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βακτριανή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)