Δείτε επίσης: βάκτρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βάκτρα
      γενική της Βάκτρας
    αιτιατική τη Βάκτρα
     κλητική Βάκτρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βάκτρα < αρχαία ελληνική Βάκτρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvak.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βάκ‐τρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βάκτρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Βάκτρ
      γενική τῶν Βάκτρων
      δοτική τοῖς Βάκτροις
    αιτιατική τὰ Βάκτρ
     κλητική ! Βάκτρ
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βάκτρα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βάκτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία