Βάκτρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βάκτρος < Βάκτρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βάκτρος | ||||||
γενική | τοῦ | Βάκτρου | ||||||
δοτική | τῷ | Βάκτρῳ | ||||||
αιτιατική | τὸν | Βάκτρον | ||||||
κλητική ὦ! | Βάκτρε | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Βάκτρος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ποταμός της Ασίας
Επίθετο
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βάκτρος | ἡ | Βάκτρᾱ | τὸ | Βάκτρον |
γενική | τοῦ | Βάκτρου | τῆς | Βάκτρᾱς | τοῦ | Βάκτρου |
δοτική | τῷ | Βάκτρῳ | τῇ | Βάκτρᾳ | τῷ | Βάκτρῳ |
αιτιατική | τὸν | Βάκτρον | τὴν | Βάκτρᾱν | τὸ | Βάκτρον |
κλητική ὦ! | Βάκτρε | Βάκτρᾱ | Βάκτρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Βάκτροι | αἱ | Βάκτραι | τὰ | Βάκτρᾰ |
γενική | τῶν | Βάκτρων | τῶν | Βάκτρων | τῶν | Βάκτρων |
δοτική | τοῖς | Βάκτροις | ταῖς | Βάκτραις | τοῖς | Βάκτροις |
αιτιατική | τοὺς | Βάκτρους | τὰς | Βάκτρᾱς | τὰ | Βάκτρᾰ |
κλητική ὦ! | Βάκτροι | Βάκτραι | Βάκτρᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βάκτρω | τὼ | Βάκτρᾱ | τὼ | Βάκτρω |
γεν-δοτ | τοῖν | Βάκτροιν | τοῖν | Βάκτραιν | τοῖν | Βάκτροιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Βάκτρος, -α, -ον
Πηγές
επεξεργασία- Βάκτρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.