Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπαλχ < περσική بلخ (balx)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπαλχ θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία