Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμβέρσα οι Αμβέρσες
      γενική της Αμβέρσας των Αμβερσών
    αιτιατική την Αμβέρσα τις Αμβέρσες
     κλητική Αμβέρσα Αμβέρσες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αμβέρσα < γαλλική Anvers[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɱˈveɾ.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμ‐βέρ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Άποψη της Αμβέρσας

Αμβέρσα θηλυκό

  • πόλη του Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας
    ※  Σ’ ὅλο τὸν κόσμο εἶπαν πὼς πάει στὸ Λονδῖνο νὰ φροντίσει γιὰ τὴν εἴσπραξη τῆς ἀσφάλειας. Πραγματικά, θὰ πήγαινε στὴν Ἀμβέρσα, ὅπου θὰ συναντοῦσε τὴ «Χίμαιρα», ποὺ φόρτωνε γενικὸ φορτίο γιὰ τὴν Ἄπω-Ἀνατολή.
    Μ. Καραγάτσης, Χίμαιρα, Νέα Εστία, έτος Ι΄, τόμος 19ος, τεύχος 219, 1 Φεβρουαρίου 1936, σελ. 179

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)