Δείτε επίσης: Looker

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlʊk.ər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈlʊk.ɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
looker < αγγλοσαξονική locere. Μορφολογικά αναλύεται σε: look + -er
  • με την σημασία η λέξη μαρτυρείται από τον 13ο αιώνα περίπου[1] ή από τον 14ο αιώνα,[2] με τη σημασία μαρτυρείται από το 1893,[1] με την σημασία μαρτυρείται από τα τέλη του 15ου αιώνα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
looker lookers

looker (en)

  1. (κυριολεκτικά) ο παρατηρητήςπαρατηρήτρια: αυτός/αυτή που κοιτάει, βλέπει, παρατηρεί κάτι
     συνώνυμα: watcher, observer
  2. (αργκό) ο κούκλος: ένα ελκυστικό άτομο, ιδίως για γυναίκα
     συνώνυμα: good looker
  3. το άτομο που έχει ένα συγκεκριμένο λουκ ή εμφάνιση
  4. ο παρατηρητήςπαρατηρήτρια προϊόντων: ο προσποιούμενοςπροσποιούμενη ότι ενδιαφέρεται για κάποιο προϊόν, αλλά δεν έχει καμιά πρόθεση να τ' αγοράσει
     συνώνυμα: tyre kicker, window-shopper

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
looker < (κληρονομημένο) μέση αγγλική louker, lowker (αυτός/αυτή που ξεχορταριάζει)[3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
looker lookers

looker (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 looker - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. looker - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  3. 3,0 3,1 3,2 looker - The Century Dictionary Online