looker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- looker < αγγλοσαξονική locere. Μορφολογικά αναλύεται σε: look + -er
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
looker | lookers |
looker (en)
- (κυριολεκτικά) ο παρατηρητής/η παρατηρήτρια: αυτός/αυτή που κοιτάει, βλέπει, παρατηρεί κάτι
- (ειδικότερα, παρωχημένο) ο βοσκός, ο τσοπάνης\η τσοπάνισσα, ο ποιμένας/η ποιμενίδα[3]
- (αργκό) ο κούκλος: ένα ελκυστικό άτομο, ιδίως για γυναίκα
- το άτομο που έχει ένα συγκεκριμένο λουκ ή εμφάνιση
- ο παρατηρητής/η παρατηρήτρια προϊόντων: ο προσποιούμενος/η προσποιούμενη ότι ενδιαφέρεται για κάποιο προϊόν, αλλά δεν έχει καμιά πρόθεση να τ' αγοράσει
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- looker < (κληρονομημένο) μέση αγγλική louker, lowker (αυτός/αυτή που ξεχορταριάζει)[3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
looker | lookers |
looker (en)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- looker - Cambridge Dictionary online
- looker - Oxford Learner's Dictionaries
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- looker - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- looker - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.