• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ποιμενίδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποιμενίδα οι ποιμενίδες
      γενική της ποιμενίδας των ποιμενίδων
    αιτιατική την ποιμενίδα τις ποιμενίδες
     κλητική ποιμενίδα ποιμενίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ποιμενίδα < ποιμένας + -ίδα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ποιμενίδα θηλυκό

  • (επάγγελμα) θηλυκό του ποιμένας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ποιμενίδα
  • ελληνιστική κοινή : ποιμένισσα
  • αγγλικά : shepherdess (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ποιμενίδα&oldid=5506474"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:45
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:45.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie