Ετυμολογία

επεξεργασία
affecter < λατινική affectare (συνεχίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fɛk.te/
 

affecter (fr)

  1. διαθέτω κάτι σε μια ορισμένη χρήση
    affecter un fonds de terre pour l’entretien, à l’entretien d’une école
    affecter une rente au paiement d’une dette
  2. προσποιούμαι ορισμένα αισθήματα, ορισμένες προσόντα
    affecter la douceur
    affecter l’humilité, la modestie
  3. δείχνω μεγάλο ενδιαφέρον για ορισμένα πράγματα
    affecter certains mots, certaines façons de parler, certains airs, certains gestes
    il affecte le genre anglais
    il affecte toujours de dire des choses flatteuses
    il affecte de dire en grand secret des choses insignifiantes
    il affecte l’air distrait
    il affecte de grands airs
    c’est une chose dont il affecte de ne point parler
  4. επιδιώκω κάτι με φιλοδοξία, το επιζητώ, αφοσιώνομαι σ' αυτό με ζήλο
    affecter le pouvoir suprême
    affecter le premier rang, les premières places
  5. (μεταφορικά) εκφράζει την τάση ορισμένων ουσιών να λάβουν ορισμένες μορφές
    le sel marin affecte dans sa cristallisation la figure cubique
  6. (ιατρική) εφαρμόζω σε μέρος του οργανισμού μια επιρροή που μπορεί να τον μετατρέψει
    il est à craindre que l’air trop vif n’affecte la poitrine
    ce remède affecte le poumon
  7. (μεταφορικά) εντυπωσιάζω κάποιον με μεγάλη ένταση έτσι ώστε να προκαλέσω πόνο, λύπη, συγκίνηση, θλίψη
    cet événement l’a beaucoup affecté, ne laissera pas de l’affecter
    c’est un homme qui s’affecte aisément, qui ne s’affecte de rien
    il a été vivement affecté de cette nouvelle
    je suis très affecté de son mauvais procédé
  8. σημαίνει επίσης, κατ' αναλογίαν, μετατρέπω κατά κάποιο τρόπο
    (μαθηματικά) Affecter un nombre d’un exposant.
  1. θλίβομαι

Παράγωγα

επεξεργασία