affecter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαaffecter (fr)
- διαθέτω κάτι σε μια ορισμένη χρήση
- affecter un fonds de terre pour l’entretien, à l’entretien d’une école
- affecter une rente au paiement d’une dette
- προσποιούμαι ορισμένα αισθήματα, ορισμένες προσόντα
- affecter la douceur
- affecter l’humilité, la modestie
- δείχνω μεγάλο ενδιαφέρον για ορισμένα πράγματα
- affecter certains mots, certaines façons de parler, certains airs, certains gestes
- il affecte le genre anglais
- il affecte toujours de dire des choses flatteuses
- il affecte de dire en grand secret des choses insignifiantes
- il affecte l’air distrait
- il affecte de grands airs
- c’est une chose dont il affecte de ne point parler
- επιδιώκω κάτι με φιλοδοξία, το επιζητώ, αφοσιώνομαι σ' αυτό με ζήλο
- affecter le pouvoir suprême
- affecter le premier rang, les premières places
- (μεταφορικά) εκφράζει την τάση ορισμένων ουσιών να λάβουν ορισμένες μορφές
- le sel marin affecte dans sa cristallisation la figure cubique
- (ιατρική) εφαρμόζω σε μέρος του οργανισμού μια επιρροή που μπορεί να τον μετατρέψει
- il est à craindre que l’air trop vif n’affecte la poitrine
- ce remède affecte le poumon
- (μεταφορικά) εντυπωσιάζω κάποιον με μεγάλη ένταση έτσι ώστε να προκαλέσω πόνο, λύπη, συγκίνηση, θλίψη
- cet événement l’a beaucoup affecté, ne laissera pas de l’affecter
- c’est un homme qui s’affecte aisément, qui ne s’affecte de rien
- il a été vivement affecté de cette nouvelle
- je suis très affecté de son mauvais procédé
- σημαίνει επίσης, κατ' αναλογίαν, μετατρέπω κατά κάποιο τρόπο
- (μαθηματικά) Affecter un nombre d’un exposant.