Δείτε επίσης: παθητικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -παθητικός η -παθητική το -παθητικό
      γενική του -παθητικού της -παθητικής του -παθητικού
    αιτιατική τον -παθητικό τη(ν) -παθητική το -παθητικό
     κλητική -παθητικέ -παθητική -παθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -παθητικοί οι -παθητικές τα -παθητικά
      γενική των -παθητικών των -παθητικών των -παθητικών
    αιτιατική τους -παθητικούς τις -παθητικές τα -παθητικά
     κλητική -παθητικοί -παθητικές -παθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-παθητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παθητικός και (μεταφραστικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -path[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.θi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πα‐θη‐τι‐κός

  Επίθημα

επεξεργασία

-παθητικός, -ής, -ές

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -παθητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)