-παθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -παθητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παθητικός και (μεταφραστικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -path[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.θi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πα‐θη‐τι‐κός
Επίθημα
επεξεργασία-παθητικός, -ής, -ές
- β′ συνθετικό επιθέτων τα οποία δηλώνουν πως το αναφερόμενο υφίσταται κατάσταση ή συναισθήματα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-παθητικός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -παθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)