ομοιοπαθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιοπαθητικός < ομοιοπάθεια / ομοιοπαθητική + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαομοιοπαθητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ομοιοπάθεια ή την ομοιοπαθητική ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ομοιοπαθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοιοπαθητικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοιοπαθητικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την ομοιοπαθητική