• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ομοιοπάθεια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιοπάθεια οι ομοιοπάθειες
      γενική της ομοιοπάθειας των ομοιοπαθειών
    αιτιατική την ομοιοπάθεια τις ομοιοπάθειες
     κλητική ομοιοπάθεια ομοιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιοπάθεια < αρχαία ελληνική ὁμοιοπάθεια (αναλύεται: ομοιο- + -ο- + -πάθεια)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ομοιοπάθεια θηλυκό

  • η ιδιότητα ή η κατάσταση του ομοιοπαθούς, όταν κάποιος βρίσκεται στην ίδια / όμοια (άσχημη) κατάσταση με άλλον

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ομοιοπάθεια
  • γερμανικά : Homöopathie (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ομοιοπάθεια&oldid=5499339"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 01:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 01:45.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας