ομοιοπαθητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοιοπαθητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική homéopathique < αρχαία ελληνική ὅμοιος + -παθής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοιοπαθητική θηλυκό
- θεραπευτική προσέγγιση που χορηγεί στον ασθενή μικρές δόσεις της ουσίας που μπορεί να προκαλέσει τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ομοιοπαθής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοιοπαθητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ομοιοπαθητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ομοιοπαθητικός