Δείτε επίσης: υπηρέτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπηρέτης οἱ ὑπηρέται
      γενική τοῦ ὑπηρέτου τῶν ὑπηρετῶν
      δοτική τῷ ὑπηρέτ τοῖς ὑπηρέταις
    αιτιατική τὸν ὑπηρέτην τοὺς ὑπηρέτᾱς
     κλητική ! ὑπηρέτ ὑπηρέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπηρέτ
γεν-δοτ τοῖν  ὑπηρέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπηρέτης < (ὑπό) ὑπ- +‎ -ηρέτης < ἐρέτης (κωπηλάτης) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁reh₁- (κωπηλατώ) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπηρέτης αρσενικό

  1. (βοηθητικός) κωπηλάτης, υποκωπηλάτης (κάτω από τις οδηγίες του ἐρέτου)
  2. (επάγγελμα) υπηρέτης
  3. ακόλουθος
  4. (επάγγελμα) εργάτης
  5. (θρησκεία) ιερέας, λειτουργός
  6. (στην Αθήνα: στρατιωτικός όρος) (βοηθητικός) στρατιώτης (βοηθός του ὁπλίτου)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἐρέτης

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ἐρέτης» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.