ὑπηρέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑπηρέτης | οἱ | ὑπηρέται |
γενική | τοῦ | ὑπηρέτου | τῶν | ὑπηρετῶν |
δοτική | τῷ | ὑπηρέτῃ | τοῖς | ὑπηρέταις |
αιτιατική | τὸν | ὑπηρέτην | τοὺς | ὑπηρέτᾱς |
κλητική ὦ! | ὑπηρέτᾰ | ὑπηρέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπηρέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπηρέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑπηρέτης < (ὑπό) ὑπ- + -ηρέτης < ἐρέτης (κωπηλάτης) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁reh₁- (κωπηλατώ) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑπηρέτης αρσενικό
- (βοηθητικός) κωπηλάτης, υποκωπηλάτης (κάτω από τις οδηγίες του ἐρέτου)
- (επάγγελμα) υπηρέτης
- ακόλουθος
- (επάγγελμα) εργάτης
- (θρησκεία) ιερέας, λειτουργός
- (στην Αθήνα: στρατιωτικός όρος) (βοηθητικός) στρατιώτης (βοηθός του ὁπλίτου)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις ὑπηρε @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
→ και δείτε τη λέξη ἐρέτης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ἐρέτης» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ὑπηρέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπηρέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.