ὑπέγγυος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑπέγγῠος, -ος, -ον
- που εγγυάται ότι λέει την αλήθεια
- (νομικός όρος) που λογοδοτεί
- (ελληνιστική σημασία) υποθηκευμένος
- (ελληνιστική σημασία) που υπόκειται σε νόμους, έννομος
Πηγές
επεξεργασία- ὑπέγγυος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπέγγυος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.