Δείτε επίσης: υπέγγυος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑπέγγυος τὸ ὑπέγγυον
      γενική τοῦ/τῆς ὑπεγγύου τοῦ ὑπεγγύου
      δοτική τῷ/τῇ ὑπεγγύ τῷ ὑπεγγύ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑπέγγυον τὸ ὑπέγγυον
     κλητική ! ὑπέγγυε ὑπέγγυον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπέγγυοι τὰ ὑπέγγυ
      γενική τῶν ὑπεγγύων τῶν ὑπεγγύων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑπεγγύοις τοῖς ὑπεγγύοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑπεγγύους τὰ ὑπέγγυ
     κλητική ! ὑπέγγυοι ὑπέγγυ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπεγγύω τὼ ὑπεγγύω
      γεν-δοτ τοῖν ὑπεγγύοιν τοῖν ὑπεγγύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπέγγυος < ὑπ- + ἔγγυος < ἐγγύη < ἐν (ἔγ-) + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (χέρι)

  Επίθετο επεξεργασία

ὑπέγγῠος, -ος, -ον

  1. που εγγυάται ότι λέει την αλήθεια
  2. (νομικός όρος) που λογοδοτεί
  3. (ελληνιστική σημασία) υποθηκευμένος
  4. (ελληνιστική σημασία) που υπόκειται σε νόμους, έννομος

  Πηγές επεξεργασία