υπέγγυος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέγγυος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέγγυος < ὑπ- + ἔγγυος < ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gew- (χέρι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpeŋ.ɟi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πέγ‐γυ‐ος
Επίθετο επεξεργασία
υπέγγυος, -ος, -ο
- (νομικός όρος) που τον παρέχουν ως εγγύηση
- (νομικός όρος) εγγυητής
Συγγενικά επεξεργασία
- υπεγγύηση
- υπεγγυότητα
- υπεγγύως
- → δείτε τις λέξεις εγγυώμαι και εγγύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπέγγυος
|
Πηγές επεξεργασία
- υπέγγυος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας