υπέγγυος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πίνακας κλίσης υπό κατασκευή
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπέγγυος < αρχαία ελληνική ὑπέγγυος < ὑπο + ἔγγυος < ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (χέρι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ˈpεŋ.ɟi.ɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υπέγγυος
Επεξεργασία
- υπεγγύηση
- υπεγγυότητα
- υπεγγύως
- → δείτε τις λέξεις εγγυώμαι και εγγύς
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπέγγυος