Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός     πληθυντικός  
ομηρικοί τύποι ομηρικοί τύποι
ονομαστική ἱππεύς οἱ ἱππεῖς - ἱππῆς* ἱππῆες
      γενική τοῦ ἱππέως ἱππῆος τῶν ἱππέων ἱππήων
      δοτική τῷ ἱππεῖ ἱππῆϊ τοῖς ἱππεῦσῐ(ν) ἱππήεσσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱππέ ἱππῆ τοὺς ἱππεῖς
(ἱππέᾰς)
ἱππῆᾰς
     κλητική ! ἱππεῦ ἱππεῖς - ἱππῆς* ἱππῆες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱππ1 ή ἱππεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἱππέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱππεύς < ἵππ(ος) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱππεύς, -έως αρσενικό

  1. (στον Όμηρο) αρματηλάτης, πολεμιστής ή ηνίοχος που μάχεται από άρμα
  2. έφιππος, ιππέας, καβαλάρης
     συνώνυμα: ἱππευτής, ἱππευτήρ
  3. ιπποκόμος
  4. (πολιτική, στην Αθήνα) μέλος της τάξης των ἱππέων
  5. (στη Σπάρτη) μέλος του στρατιωτικού σώματος επίλεκτων φρουρών του βασιλιά
  6. είδος καβουριού
  7. (ελληνιστική σημασία) είδος κομήτη
  8. (ελληνιστική σημασία , σε επιγραφή) μονάδα μέτρησης για άλευρα, αμύγδαλα κ.λπ. (στην επιγραφή SEG 2.710 της πόλης της Πισιδίας, Πεδνηλισσός)
  9. (ελληνιστική σημασία στον Ησύχιο) στολίδι που φορά μια γυναίκα
    <ἱππεύς>· [φυγάς.] καὶ εἶδος κοροσκομίου. καὶ ὁ [ἐπὶ] ἱππικῆς Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ι

  Πηγές επεξεργασία