ἱππεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ομηρικοί τύποι | ομηρικοί τύποι | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἱππεύς | οἱ | ἱππεῖς - ἱππῆς* | ἱππῆες | |||
γενική | τοῦ | ἱππέως | ἱππῆος | τῶν | ἱππέων | ἱππήων | ||
δοτική | τῷ | ἱππεῖ | ἱππῆϊ | τοῖς | ἱππεῦσῐ(ν) | ἱππήεσσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τὸν | ἱππέᾱ | ἱππῆᾰ | τοὺς | ἱππεῖς (ἱππέᾰς) |
ἱππῆᾰς | ||
κλητική ὦ! | ἱππεῦ | ἱππεῖς - ἱππῆς* | ἱππῆες | |||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱππῆ1 ή ἱππεῖ2 | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱππέοιν | ||||||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἱππεύς, -έως αρσενικό
- (στον Όμηρο) αρματηλάτης, πολεμιστής ή ηνίοχος που μάχεται από άρμα
- έφιππος, ιππέας, καβαλάρης
- ιπποκόμος
- (πολιτική, στην Αθήνα) μέλος της τάξης των ἱππέων
- (ελληνιστική σημασία , στη Ρώμη) μέλος της τάξης: equites (ιππείς)
- (στη Σπάρτη) μέλος του στρατιωτικού σώματος επίλεκτων φρουρών του βασιλιά
- είδος καβουριού
- (ελληνιστική σημασία) είδος κομήτη
- (ελληνιστική σημασία , σε επιγραφή) μονάδα μέτρησης για άλευρα, αμύγδαλα κ.λπ. (στην επιγραφή SEG 2.710 της πόλης της Πισιδίας, Πεδνηλισσός)
- (ελληνιστική σημασία στον Ησύχιο) στολίδι που φορά μια γυναίκα
- <ἱππεύς>· [φυγάς.] καὶ εἶδος κοροσκομίου. καὶ ὁ [ἐπὶ] ἱππικῆς ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ι
Πηγές
επεξεργασία- ἱππεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱππεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.