ἡγούμενος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἡγούμενος | ἡγουμένω | ἡγούμενοι |
Γενική | ἡγουμένου | ἡγουμένοιν | ἡγουμένων |
Δοτική | ἡγουμένῳ | ἡγουμένοιν | ἡγουμένοις |
Αιτιατική | ἡγούμενον | ἡγουμένω | ἡγουμένους |
Κλητική | ἡγούμενε | ἡγουμένω | ἡγούμενοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἡγούμενος < αρχαία ελληνική ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἡγούμενος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἡγούμενος | ἡγουμένη | ἡγούμενον | ἡγούμενοι | ἡγούμεναι | ἡγούμενα |
Γενική | ἡγουμένου | ἡγουμένης | ἡγουμένου | ἡγουμένων | ἡγουμένων | ἡγουμένων |
Δοτική | ἡγουμένῳ | ἡγουμένῃ | ἡγουμένῳ | ἡγουμένοις | ἡγουμέναις | ἡγουμένοις |
Αιτιατική | ἡγούμενον | ἡγουμένην | ἡγούμενον | ἡγουμένους | ἡγουμένας | ἡγούμενα |
Κλητική | ἡγούμενε | ἡγουμένη | ἡγούμενον | ἡγούμενοι | ἡγούμεναι | ἡγούμενα |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἡγουμένω | ἡγουμένα | ||||
Γενική-Δοτική | ἡγουμένοιν | ἡγουμέναιν |
ΜετοχήΕπεξεργασία
ἡγούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἡγούμενος αρσενικό (θηλυκό ἡ ἡγουμένη)
- (ελληνιστική κοινή) ο ηγούμενος μονής (Ιουστινιάνειος Κώδικας, Νεαραί, 7.1)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἡγέομαι» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.