Δείτε επίσης: ηγούμενος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡγούμενος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἡγούμενος (πρόεδρος συνάθροισης ιερέων, συνόδου) < αρχαία ελληνική ἡγούμενος μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος ἡγοῦμαι (ἡγέομαι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡγούμενος αρσενικό (θηλυκό ἡγουμένη & ἡγουμένισσα)

  1. (εκκλησιαστικός όρος) ηγούμενος μονής
  2. οδηγός
  3. (κατ’ επέκταση) αρχηγός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἡγούμενος ἡγουμένη τὸ ἡγούμενον
      γενική τοῦ ἡγουμένου τῆς ἡγουμένης τοῦ ἡγουμένου
      δοτική τῷ ἡγουμέν τῇ ἡγουμέν τῷ ἡγουμέν
    αιτιατική τὸν ἡγούμενον τὴν ἡγουμένην τὸ ἡγούμενον
     κλητική ! ἡγούμενε ἡγουμένη ἡγούμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἡγούμενοι αἱ ἡγούμεναι τὰ ἡγούμεν
      γενική τῶν ἡγουμένων τῶν ἡγουμένων τῶν ἡγουμένων
      δοτική τοῖς ἡγουμένοις ταῖς ἡγουμέναις τοῖς ἡγουμένοις
    αιτιατική τοὺς ἡγουμένους τὰς ἡγουμένᾱς τὰ ἡγούμεν
     κλητική ! ἡγούμενοι ἡγούμεναι ἡγούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡγουμένω τὼ ἡγουμέν τὼ ἡγουμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἡγουμένοιν τοῖν ἡγουμέναιν τοῖν ἡγουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡγούμενος, μετοχή και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής ἡγούμενος

ἡγούμενος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡγούμενος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. πρόεδρος συνόδου
  2. αρχηγός συνάθροισης ιερέων
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἡγούμενος νέα ελληνικά: ηγούμενος