ἡγουμένη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἡγουμένη: θηλυκό για το ουσιαστικό ἡγούμενος ή ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής ἡγούμενος, ήδη στις Νεαρές του Ιουστινιάνειου Κώδικα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἡγουμένη θηλυκό (αρσενικό ὁ ἡγούμενος)
- (εκκλησιαστικός όρος) η ηγουμένη μονής
- → χρειάζεται παράθεμα Ιουστινιάνειος Κώδικας, Νεαραί, 7.1
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- οι τύποι της κλίσης στη λόγια μεσαιωνική
και
- ἡγουμένες (πληθυντικός)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ἡγοῦμαι
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ἡγουμένη
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἡγούμενος
Πηγές επεξεργασία
- ηγουμένη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἡγέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ἡγουμένη
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἡγούμενος
- για το ουσιαστικό → δείτε το μεσαιωνικό ἡγουμένη
Πηγές επεξεργασία
- ἡγέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.