ηγούμενη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈɣu.me.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐γού‐με‐νη
- ομόηχο: ηγούμενοι
- τονικό παρώνυμο: ηγουμένη
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ηγούμενη
Δείτε επίσης : ηγούμενη, ἡγουμένη |
ηγούμενη