Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουμένισσα οι γουμένισσες
      γενική της γουμένισσας των γουμενισσών
    αιτιατική τη γουμένισσα τις γουμένισσες
     κλητική γουμένισσα γουμένισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουμένισσα < γούμενος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουμένισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  ηγουμένη

  Μεταφράσεις επεξεργασία