γούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γούμενος < ηγούμενος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γούμενος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) (ποιητικός τύπος) άλλη μορφή του ηγούμενος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γούμενος
|
Δείτε επίσης : Γούμενος |
γούμενος αρσενικό
|