ἐπιμοίριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπιμοίριος | τὸ | ἐπιμοίριον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιμοιρίου | τοῦ | ἐπιμοιρίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιμοιρίῳ | τῷ | ἐπιμοιρίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπιμοίριον | τὸ | ἐπιμοίριον | ||
κλητική ὦ! | ἐπιμοίριε | ἐπιμοίριον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπιμοίριοι | τὰ | ἐπιμοίριᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐπιμοιρίων | τῶν | ἐπιμοιρίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιμοιρίοις | τοῖς | ἐπιμοιρίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιμοιρίους | τὰ | ἐπιμοίριᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐπιμοίριοι | ἐπιμοίριᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιμοιρίω | τὼ | ἐπιμοιρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιμοιρίοιν | τοῖν | ἐπιμοιρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιμοίριος (ελληνιστική κοινή) < ἐπί + μοῖρα (< μείρομαι)
Επίθετο
επεξεργασίαἐπιμοίριος (ελληνιστική κοινή)
- μοιραίος, που καθορίζεται από τη μοίρα
- ※ 3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 7ο, επίγραμμα 504, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιμοίριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιμοίριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.