ἁλουργής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἁλουργής, -ής, -ές
- που έχει γνήσιο πορφυρό χρώμα, κατασκευασμένος στη θάλασσα, πορφυρός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 4, 429d
- Οὐκοῦν οἶσθα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι οἱ βαφῆς, ἐπειδὰν βουληθῶσι βάψαι ἔρια ὥστ᾽ εἶναι ἁλουργά, πρῶτον μὲν ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν, ἔπειτα προπαρασκευάζουσιν, οὐκ ὀλίγῃ παρασκευῇ θεραπεύσαντες ὅπως δέξεται ὅτι μάλιστα τὸ ἄνθος, καὶ οὕτω δὴ βάπτουσι.
- Ξέρεις λοιπόν πως οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν τα μαλλιά πορφυροκόκκινα, διαλέγουν πρώτα από τα τόσα χρώματα ένα είδος, τα λευκά, έπειτα τα υποβάλλουν με μεγάλη επιμέλεια σε όχι μικρή επεξεργασία, για να κρατήσουν όσο μπορεί περισσότερο το άνθος από το χρώμα, και έτσι τότε τα βάφουν.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Οὐκοῦν οἶσθα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι οἱ βαφῆς, ἐπειδὰν βουληθῶσι βάψαι ἔρια ὥστ᾽ εἶναι ἁλουργά, πρῶτον μὲν ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν, ἔπειτα προπαρασκευάζουσιν, οὐκ ὀλίγῃ παρασκευῇ θεραπεύσαντες ὅπως δέξεται ὅτι μάλιστα τὸ ἄνθος, καὶ οὕτω δὴ βάπτουσι.
- ※ μέσα 4ου πκε αιώνα, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1514. στ. 20-22 @epigraphy.packhum.org
- Γλυκέρα Ξανθίππ-
ου γυνὴ χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτωι ἁλουρ[γ]-
εῖ καὶ [τ]ριβώνια δύο·- [ἀνέθηκε] […] η Γλυκέρα, του Ξάνθιππου η γυναίκα, μικρό χιτώνα με μπορντούρα, σε χρώμα ξεθωριασμένο, γνήσιας πορφύρας και δύο τριβώνια
- Γλυκέρα Ξανθίππ-
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 5 @scaife.perseus
- Τὰ μὲν γὰρ ἐξ ἀρχῆς, ὅταν βάπτοντες τὴν πορφύραν καθιῶσι τὰς αἱματίδας, ὄρφνιαι γίνονται καὶ μέλαιναι καὶ ἀεροειδεῖς· τοῦ δ ἄνθους συνεψηθέντος ἱκανῶς ἁλουργὲς γίνεται εὐανθὲς καὶ λαμπρόν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 36.3
- αἴτιον δὲ τούτου φασὶν εἶναι τὸ τὴν βαφὴν διὰ μέλιτος γίνεσθαι τῶν ἁλουργῶν, δι᾽ ἐλαίου δὲ λευκοῦ τῶν λευκῶν· καὶ γὰρ τούτων τὸν ἴσον χρόνον ἐχόντων τὴν λαμπρότητα καθαρὰν καὶ στίλβουσαν ὁρᾶσθαι.
- Λένε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι η βαφή των πορφυρών γινόταν με μέλι και λευκό λάδι από λευκάδια. Γιατί και αυτών η λαμπρότητα, αν και βρισκόταν εκεί τα ίδια σχεδόν χρόνια, φάνταζε καθαρή και στίλβουσα.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- αἴτιον δὲ τούτου φασὶν εἶναι τὸ τὴν βαφὴν διὰ μέλιτος γίνεσθαι τῶν ἁλουργῶν, δι᾽ ἐλαίου δὲ λευκοῦ τῶν λευκῶν· καὶ γὰρ τούτων τὸν ἴσον χρόνον ἐχόντων τὴν λαμπρότητα καθαρὰν καὶ στίλβουσαν ὁρᾶσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 4, 429d
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἁλουργός (πιο σπάνιο)
- ἁλουργοῦς
- ιωνικός τύπος : ἁλοργοῦς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τις λέξεις ἅλς και ἔργον
- Λέξεις -ουργής @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- ἁλουργής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁλουργής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.