Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁλουργές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἁλουργής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁλουργές, -οῦς ουδέτερο

  • (χρώμα ή για βαφή) πορφυρό
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 3 @scaife.perseus
    Πολλὰς γὰρ καὶ τὸ ἁλουργὲς ἔχει διαφορὰς καὶ τὸ φοινικιοῦν καὶ τὸ λευκὸν καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον καὶ κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μίξιν καὶ εἰλικρίνειαν αὐτῶν.
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 2 @scaife.perseus
    μελαινομένων γὰρ τὸ φοινικοῦν εἰς τὸ ἁλουργὲς μεταβάλλει.
    άμα σκουρύνει το πορφυροκόκκινο, γίνεται [σαν το μοβ] πορφυρό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ἁλουργές

  Πηγές επεξεργασία