ἁλουργές
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἁλουργές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἁλουργής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἁλουργές, -οῦς ουδέτερο
- (χρώμα ή για βαφή) πορφυρό
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 3 @scaife.perseus
- Πολλὰς γὰρ καὶ τὸ ἁλουργὲς ἔχει διαφορὰς καὶ τὸ φοινικιοῦν καὶ τὸ λευκὸν καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον καὶ κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μίξιν καὶ εἰλικρίνειαν αὐτῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 2 @scaife.perseus
- μελαινομένων γὰρ τὸ φοινικοῦν εἰς τὸ ἁλουργὲς μεταβάλλει.
- άμα σκουρύνει το πορφυροκόκκινο, γίνεται [σαν το μοβ] πορφυρό
- μελαινομένων γὰρ τὸ φοινικοῦν εἰς τὸ ἁλουργὲς μεταβάλλει.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 3 @scaife.perseus
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἁλουργές
Πηγές
επεξεργασία- ἁλουργής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁλουργής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.