Δείτε επίσης: αβληχρός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀβληχρός ἀβληχρᾱ́ τὸ ἀβληχρόν
      γενική τοῦ ἀβληχροῦ τῆς ἀβληχρᾶς τοῦ ἀβληχροῦ
      δοτική τῷ ἀβληχρ τῇ ἀβληχρ τῷ ἀβληχρ
    αιτιατική τὸν ἀβληχρόν τὴν ἀβληχρᾱ́ν τὸ ἀβληχρόν
     κλητική ! ἀβληχρέ ἀβληχρᾱ́ ἀβληχρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀβληχροί αἱ ἀβληχραί τὰ ἀβληχρᾰ́
      γενική τῶν ἀβληχρῶν τῶν ἀβληχρῶν τῶν ἀβληχρῶν
      δοτική τοῖς ἀβληχροῖς ταῖς ἀβληχραῖς τοῖς ἀβληχροῖς
    αιτιατική τοὺς ἀβληχρούς τὰς ἀβληχρᾱ́ς τὰ ἀβληχρᾰ́
     κλητική ! ἀβληχροί ἀβληχραί ἀβληχρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβληχρώ τὼ ἀβληχρᾱ́ τὼ ἀβληχρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀβληχροῖν τοῖν ἀβληχραῖν τοῖν ἀβληχροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβληχρός < ἀ- επιτατικό[1] ή ευφωνικό + βληχρός (αδύναμος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβληχρός, -ά, -όν

  1. ασθενής, αδύναμος, ανυπεράσπιστος, μαλακός, ήπιος
  2. ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 178
    νήπιοι οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο / ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα
    που σοφισθήκαν οι μωροί τα τείχη αυτά που βλέπω / τ᾽ αδύνατα τ᾽ αψήφιστα·
    Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
  3. απαλός, τρυφερός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 337
    ἔνθ᾽ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς
    ἄκρην οὔτασε χεῖρα μετάλμενος ὀξέϊ δουρὶ
    ἀβληχρήν·
    […]
    τινάχθη, επήδησ᾽ ο υιός του θαυμαστού Τυδέως [o Διομήδης]
    και με τ᾽ ακόντι εσκάρφισε το τρυφερό της χέρι· [της Αφροδίτης]
    Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .