ἀβληχρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀβληχρός, -ά, -όν
- ασθενής, αδύναμος, ανυπεράσπιστος, μαλακός, ήπιος
-
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 178
- νήπιοι οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο / ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα
- που σοφισθήκαν οι μωροί τα τείχη αυτά που βλέπω / τ᾽ αδύνατα τ᾽ αψήφιστα·
- Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- απαλός, τρυφερός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 337
- ἔνθ᾽ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς
ἄκρην οὔτασε χεῖρα μετάλμενος ὀξέϊ δουρὶ
ἀβληχρήν· […]- τινάχθη, επήδησ᾽ ο υιός του θαυμαστού Τυδέως [o Διομήδης]
και με τ᾽ ακόντι εσκάρφισε το τρυφερό της χέρι· [της Αφροδίτης] - Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- τινάχθη, επήδησ᾽ ο υιός του θαυμαστού Τυδέως [o Διομήδης]
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀβληχρός θάνατος: φυσικός θάνατος, εύκολος, σε γεροντική ηλικία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- ἀβληχρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβληχρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.