• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

όχληση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όχληση οι οχλήσεις
      γενική της όχλησης* των οχλήσεων
    αιτιατική την όχληση τις οχλήσεις
     κλητική όχληση οχλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οχλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
όχληση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄχλησις < ὀχλέω / ὀχλῶ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

όχληση θηλυκό

  1. (λόγιο) άλλη γραφή του ενόχληση
  2. (νομικός όρος) υπόμνηση ή πρόσκληση σε κάποιον, συνήθως μέσω μιας νομικής διαδικασίας, να εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις του
  3. (οικολογία) περιβαλλοντική επιβάρυνση (ρύπανση, μόλυνση κ.λπ.)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    όχληση
  • γαλλικά : mise en demeure (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όχληση&oldid=5500781"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:43

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:43.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας