ψυχαναληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχαναληπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychoanaleptique < psycho- (< αρχαία ελληνική ψυχή) + analeptique (< λατινικά analepticus < αρχαία ελληνική ἀναληπτικός < ἀναλαμβάνω < λαμβάνω)
Επίθετο
επεξεργασίαψυχαναληπτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει επίδραση στη διανοητική απόδοση, διεγείρει τις εγκεφαλικές λειτουργίες και μειώνει το αίσθημα κόπωσης
- ψυχαναληπτικά φάρμακα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψυχή, αναλαμβάνω και λαμβάνω
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχαναληπτικός