Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχαναληπτικός η ψυχαναληπτική το ψυχαναληπτικό
      γενική του ψυχαναληπτικού της ψυχαναληπτικής του ψυχαναληπτικού
    αιτιατική τον ψυχαναληπτικό την ψυχαναληπτική το ψυχαναληπτικό
     κλητική ψυχαναληπτικέ ψυχαναληπτική ψυχαναληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχαναληπτικοί οι ψυχαναληπτικές τα ψυχαναληπτικά
      γενική των ψυχαναληπτικών των ψυχαναληπτικών των ψυχαναληπτικών
    αιτιατική τους ψυχαναληπτικούς τις ψυχαναληπτικές τα ψυχαναληπτικά
     κλητική ψυχαναληπτικοί ψυχαναληπτικές ψυχαναληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχαναληπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychoanaleptique < psycho- (< αρχαία ελληνική ψυχή) + analeptique (< λατινικά analepticus < αρχαία ελληνική ἀναληπτικός < ἀναλαμβάνω < λαμβάνω)

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχαναληπτικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία