ψυχοτρόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοτρόπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotrope < αρχαία ελληνική ψυχή + τρόπος (< τρέπω)
Επίθετο
επεξεργασίαψυχοτρόπος, -ος / -α, -ο
- (ιατρική) (συνήθως για τεχνητή ουσία) που παρεμβαίνει και τροποποιεί την ψυχική διάθεση
- ψυχοτρόπες ουσίες (φάρμακα, ναρκωτικά, αλκοόλ κ.λπ.)
Υπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοτρόπος