↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρωματοσκόπιο τα χρωματοσκόπια
      γενική του χρωματοσκόπιου
χρωματοσκοπίου
των χρωματοσκόπιων
χρωματοσκοπίων
    αιτιατική το χρωματοσκόπιο τα χρωματοσκόπια
     κλητική χρωματοσκόπιο χρωματοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματοσκόπιο μαρτυρείται από το 1883 στην καθαρεύουσα (χρωματοσκόπιον)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromatoscope < αρχαία ελληνική χρῶμα + αρχαία ελληνική σκοπέω / σκοπῶ [2][3] (χρωματ- + -ο- + -σκόπιο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωματοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1125, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)