χρωματοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματοσκοπία < χρωματοσκόπιο + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωματοσκοπία θηλυκό
- (αστρονομία) εξέταση των ουρανίων σωμάτων με χρωματοσκόπιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωματοσκοπία
|
χρωματοσκοπία θηλυκό
|