χορτοκοπτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορτοκοπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χορτοκοπτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορτοκοπτικό ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χορτοκοπτικός, χόρτο και κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χορτοκοπτικό
|
Πηγές
επεξεργασία- χορτοκοπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχορτοκοπτικό
- αιτιατική ενικού του χορτοκοπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χορτοκοπτικός