↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χορτοκοπτικό τα χορτοκοπτικά
      γενική του χορτοκοπτικού των χορτοκοπτικών
    αιτιατική το χορτοκοπτικό τα χορτοκοπτικά
     κλητική χορτοκοπτικό χορτοκοπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χορτοκοπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χορτοκοπτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χορτοκοπτικό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

χορτοκοπτικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία