χορτοκοπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χορτοκοπτικός
- χλοοκοπτικός, κλαδευτικός, που κόβει το χόρτο για διάφορους λόγους, για εργαλεία και μηχανήματα που χρησιμοπιούνται στην κοπή του χόρτου
- χορτοκοπτικός δίσκος, βραχίονας κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορτοκοπτικός
|