Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορτοκοπτικός η χορτοκοπτική το χορτοκοπτικό
      γενική του χορτοκοπτικού της χορτοκοπτικής του χορτοκοπτικού
    αιτιατική τον χορτοκοπτικό τη χορτοκοπτική το χορτοκοπτικό
     κλητική χορτοκοπτικέ χορτοκοπτική χορτοκοπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορτοκοπτικοί οι χορτοκοπτικές τα χορτοκοπτικά
      γενική των χορτοκοπτικών των χορτοκοπτικών των χορτοκοπτικών
    αιτιατική τους χορτοκοπτικούς τις χορτοκοπτικές τα χορτοκοπτικά
     κλητική χορτοκοπτικοί χορτοκοπτικές χορτοκοπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορτοκοπτικός < λόγια λέξη από το χόρτον και το κόπτω

  Επίθετο επεξεργασία

χορτοκοπτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία