χεδίβης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χεδίβης | οι | χεδίβηδες |
γενική | του | χεδίβη | των | χεδίβηδων |
αιτιατική | τον | χεδίβη | τους | χεδίβηδες |
κλητική | χεδίβη | χεδίβηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χεδίβης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική الخدیوی (hıdīv)[1] + -ης (μαρτυρείται από το 1883)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çeˈði.vis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χε‐δί‐βης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχεδίβης αρσενικό
- (ιστορία) τίτλος που αποδιδόταν στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου από τον σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- ※ Οθωμανός στρατιωτικός και χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου, ο Ιμπραήμ πασάς κατέστη ευρέως γνωστός και έμεινε στην ιστορία από την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, η οποία παρ’ ολίγον να αποδειχθεί μοιραία για την Ελληνική Επανάσταση. (Ο Ιμπραήμ πασάς και το παρολίγον τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, εφημερίδα Τα Νέα, 10 Νοεμβρίου 2019)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χεδίβης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία χεδίβης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.