Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεδίβης οι κεδίβηδες
      γενική του κεδίβη των κεδίβηδων
    αιτιατική τον κεδίβη τους κεδίβηδες
     κλητική κεδίβη κεδίβηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεδίβης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική الخدیوی (hıdīv) + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ceˈði.vis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐δί‐βης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεδίβης αρσενικό

  • άλλη μορφή του χεδίβης
    ※  Διότι ὁ Ἰσμαὴλ ὁ ἀποθανὼν τῆς Αἰγύπτου Κεδίβης ἦτο υἱὸς ἐκείνου, ὅστις εἶχε κατορθώσει νὰ πνίξῃ σχεδὸν τὴν ἐθνικὴν ἡμῶν ἐξέγερσιν καὶ νὰ διελάσῃ δαίμων ὀλέθρου τὴν Πελοπόννησον ὅλην, μέχρις οὗ μία ἄστοχος σφαίρας βολή, τῆς Θείας Προνοίας ἔργον, ἐπέφερε τὸν ὑπὸ τῶν συμμαχικῶν στόλων καταποντισμὸν τῆς ἀνικήτου δυνάμεώς του εἰς τοῦ Ναβαρίνου τὰ ὕδατα. (Ο τελευταίος των Φαραώ, Εστία, αρ. φυλ. 354, 27 Φεβρουαρίου 1895, σελ. 2)

  Μεταφράσεις επεξεργασία