Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρμάνι τα χαρμάνια
      γενική του χαρμανιού των χαρμανιών
    αιτιατική το χαρμάνι τα χαρμάνια
     κλητική χαρμάνι χαρμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική harman < περσική خرمن (xarman)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρμάνι ουδέτερο

  1. μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού
  2. (γενικότερα) μίγμα από διάφορες ποικιλίες κάποιου υλικού
  3. (ειδικότερα), (οικοδομή) το έτοιμο μίγμα υλικών που θα χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμο (σκυρόδεμα, σοβάς κ.λπ.)
  4. (μεταφορικά) ανακάτωμα, συνονθύλευμα
  5. (λαϊκότροπο) (αργκό) χαρμάνης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία