Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρμανιάζω < χαρμάνι + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

χαρμανιάζω

  1. (λαϊκότροπο) (αργκό) είμαι χαρμάνης
  2. (λαϊκότροπο) θέλω κάτι πάρα πολύ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία