Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρμανιάζω < χαρμάνι + -ιάζω

χαρμανιάζω

  1. (λαϊκότροπο) (αργκό) είμαι χαρμάνης
  2. (λαϊκότροπο) θέλω κάτι πάρα πολύ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία